αυτοδιοίκητος

αυτοδιοίκητος
η , ο [ος , ον ] самоуправляемый, независимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτοδιοίκητος" в других словарях:

  • αυτοδιοίκητος — η, ο αυτός που αυτοδιοικείται, που έχει διοικητική ανεξαρτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκυβέρνητος — η, ο αυτοδιοίκητος, αυτεξούσιος: Όλοι οι λαοί θέλουν να είναι αυτοκυβέρνητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»